- ἀνυμέναια
- ἀνυμέναιοςwithout the nuptial songneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανυμέναιος — ἀνυμέναιος, ον (Α) [υμέναιος] 1. χωρίς γαμήλιο άσμα, άγαμος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἀνυμέναια χωρίς γάμο … Dictionary of Greek